αδράνεια

10 Οκτωβρίου, 2011

Είναι σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος. Αδράνεια δεκαετίας. Δέκα χρόνια ακινησία, δέκα χρόνια οι ίδιοι κύκλοι, αγκομαχητό γύρω από το ίδιο κέντρο. Κι είναι φορές που σ’ έναν χρόνο διανύει όλη τη διαδρομή των δέκα, κι άλλες που την κάνει μέσα σε έναν μήνα, ή μια μέρα, ή μια ώρα. Όμως ο κύκλος είναι ίδιος, ο μεγάλος κύκλος κλείνει όλους τους μικρότερους, οι μικροί κύκλοι είναι κακέκτυπα του μεγάλου. Γαϊτανάκι, το έλεγε κάποτε. Όταν, τέλος πάντων, το είδε στον καθρέφτη, να γυρίζει πάνω απ’ το κεφάλι του. Κι ήταν κουρασμένος, κατάκοπος απ’ τις άνυδρες σκέψεις και τις κρεμασμένες λέξεις. Είχε ανάψει το φως στο μπάνιο και προσπαθούσε να καταλάβει αν αυτό που έβλεπε στον καθρέφτη ήταν ο εαυτός του ή το φάντασμά του. Και τότε το είδε. Αποτρόπαιο γαϊτανάκι, φτιαγμένο από κουφάρια του ασυνείδητου και προδομένα φονικά. Τότε άρχισε να λέει τους κύκλους «θηλιές».

Αν ήταν αλυσοδεμένος, ίσως να ήταν καλύτερα. Αν μάλιστα ήταν φυλακισμένος, είναι σίγουρος ότι τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Στο κάτω κάτω, ο έγκλειστος δεν έχει παρά το κελί του, το μαξιλάρι του και λίγο ουρανό. Τα φώτα ανάβουν, τα φώτα σβήνουν. Πρωί, μεσημέρι, βράδυ: λέξεις χωρίς σημασία. Δεν του ανήκει τίποτα, ούτε καν οι «αποφάσεις του». Δεν τον περιμένει τίποτα, ούτε καν ο «θάνατος». Αν ήταν κρατούμενος, ναι, όλα θα ήταν διαφορετικά — παραλίγο να πει: ωραία.

Συχνά πετάγεται απ’ το κρεβάτι σαν κάτι να περιμένει. Σαν τους ανάπηρους που καμιά φορά ονειρεύονται ότι είναι ακόμα αρτιμελείς ή τους θανατοποινίτες που ξαναβλέπουν την ώρα που τους έπιασαν — όμως αυτή τη φορά ξεφεύγουν απ’ τους διώκτες τους. Άλλες φορές τα μάτια του ανοίγουν άξαφνα μες στον ύπνο, σαν ν’ άκουσε φωνές ή σαν κάποιος να πέρασε δίπλα απ’ το κρεβάτι του. Ανοίγουν τα μάτια μες στο σκοτάδι, με τις κρυμμένες του σκιές και τα παλιά φαντάσματα. Ξέρει πως είναι εκεί, ξέρει πως δίπλα του στέκονται αμίλητα, μα δεν τα βλέπει. Ανοίγει τα μάτια και κοιτάει το (αόρατο) ταβάνι του, μην μπορώντας να αποφασίσει ακόμα αν βλέπει όνειρο ή αν πραγματικά είναι μία ακόμα αϋπνία. Ώσπου σηκώνεται. Και τότε όλα τελειώνουν, όλα παίρνουν το δρόμο τους, θα περιμένει πάλι το ξημέρωμα.

Δυστυχώς ο ήλιος επιμένει να βγαίνει κάθε αυγή ή, τέλος πάντων, γι’ αυτόν, όλα τα ξημερώματα να έρχονται καλπάζοντας και να του θυμίζουν ότι και πάλι μόνος θα δει το πρώτο φως μέσα απ’ τις χαραμάδες. Εκείνες τις ώρες, η σκόνη αλλάζει χρώματα, όχι όμως και όνομα. Τρεκλίζει, στριφογυρίζει, περιπλέκεται στη μύτη του, μπερδεύεται στα δάχτυλά του. Το όνομά της είναι «ερημιά». Μαζί με τον καπνό απ’ το τσιγάρο του, φτιάχνουν πίδακες ασφυξίας. Τα κατακόκκινα μάτια του μαρτυρούν όλα τα δάκρυα που πνίγει κάθε βράδυ, όλα τα όνειρα που αποφεύγει, το μαξιλάρι του που έχει βγάλει (καιρό τώρα) αγκάθια. Πριόνια αλωνίζουν μέσα στο κεφάλι του.

Σχολιάστε